- γενάτος
- οαυτός που έχει γένια, ο γενειοφόρος: Γνώρισα ένα ραβίνο γενάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γενάτος — ο [γένι] αυτός που έχει γένια … Dictionary of Greek